- δυσμενές
- δυσμενήςhostilemasc/fem voc sgδυσμενήςhostileneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ήσκιωμα — το [ησκιώνω] 1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά 2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα») 3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή 4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία 5. η πνευματική ή ψυχική… … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ντε Γκολ, Σαρλ Αντρέ — (Charles Andre Joseph Marie De Gaulle, Λίλ 1890 – Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ 1970). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες της μεταπολεμικής Γαλλίας. Μαθητής και αργότερα καθηγητής της στρατιωτικής ιστορίας… … Dictionary of Greek
Ντισραέλι, Μπέντζαμιν — (Benjamin Disraeli, Λονδίνο 1804 – 1881). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Από ισραηλιτική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στη Μεγάλη Βρετανία όχι από πολύ καιρό, διακρίθηκε γρήγορα για το οξύ πνεύμα του και μπήκε στην πολιτική ζωή με την… … Dictionary of Greek